-
1 κονιαω
1) покрывать известкой, штукатурить, белить(τὰς ἐπάλξεις Dem.; τὰς ἐπαύλεις Plut.; med. τοὺς ἐγχελεῶνας Arst.)
τάφοι κεκονιαμένοι NT. — повапленные гробы2) покрывать смолой, осмаливать(ἀγγεῖα κεκονιαμένα Diod.)
-
2 αποσυρω
1) срывать(τὰς ἐπάλξεις Thuc.)
2) раздирать(μέτωπον ἐς ὀστέον Theocr.)
3) разрывать, выравнивать(τέν ἐπιπολῆς γῆν Polyb.)
4) сметать, прогонять(τοὺς πολεμίους Polyb.)
-
3 απωθεω
1) отодвигать, сдвигать(ὀχῆας, med. λίθον ὄβριμον Hom.)
2) отстранять, отталкивать(τινα οὐδοῦ, med. τινα Hom.; τι εἰς τὸν ἄνω τόπον Arst.; εἰς τοὔπισθεν ἀπωσθείς Plat.)
3) отводить, отдергивать(ὀμίχλην Hom.)
4) med. отбивать, отражать, отгонять(Τρῶας Hom.; Κορινθίους Thuc.; ὕπνον Soph.; κίνδυνον Plut.)
5) сталкивать, сбрасывать, сбивать(τὰς ἐπάλξεις Thuc.; τινα εἰς τέν θάλασσαν Plut.)
6) med. свергать, уничтожать(δουλοσύνην Her.)
7) med. отвергать, отклонять(ἀργύριον Her.; σπονδάς Thuc.; πικρὰς δόξας περί τινος Plut.)
οὐκ ἀπώσομαι Soph. — я не откажусь8) изгонять -
4 διαρρηγνυμι
(fut. διαρρήξω)1) разрывать, прорывать(πλευρὰν φασγάνῳ Soph.; τὰς χορδάς Plat.; τέν γαστέρα τῆς μητρός Arst.; med. in tmesi ἐπάλξεις Hom.)
2) разрываться, лопаться(διερρωγυῖαι χορδαί Plat.; ἀράχνιον διερρωγός Arst.; διερρωγὼς χιτών Plut.; перен. δ. ὑπὸ φθόνου Luc.)
οὐδ΄ ἂν σὺ διαρραγῇς ψευδόμενος! Dem. — хоть ты разорвись от своей лжи!;διαρραγείης! Arph. — чтоб ты лопнул!
См. также в других словарях:
κονιώ — (Α κονιῶ, άω) [κονία] επιχρίω με ασβέστη ή με άλλο υλικό (α. «τὰς ἐπάλξεις ἃς κονιῶμεν, καὶ τὰς ὁδοὺς ἐπισκευάζομεν», Δημοσθ.)·β. «τάφοις, κεκονιαμένοις», ΚΔ) αρχ. μτφ. κάνω κάτι διαφορετικό χρωματίζοντάς το … Dictionary of Greek
προσμιγνύω — προσμείγνυμι και προσμίγνυμι ΝΜΑ, και προσμειγνύω Ν, και ιων. τ. προσμίσγω Α [μ(ε)ίγνυμι / μ(ε)ιγνύω] νεοελλ. 1. ανακατεύω κάτι προσθέτοντας σ αυτό και αλλά υλικά, αναμιγνύω 2. μτφ. νοθεύω αρχ. 1. ανακατεύω κάτι επιπροσθέτως 2. φέρνω κοντά, ενώνω … Dictionary of Greek
σκηνικός — ή, ό / σκηνικός, ή, όν, ΝΜΑ [σκηνή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σκηνή θεάτρου, θεατρικός («σκηνικό έργο» θεατρικό έργο, όπως είναι η τραγωδία και η κωμωδία) 2. φρ. «σκηνικοί αγώνες» (στην αρχαία Ρώμη) θεατρικές παραστάσεις συνδεδεμένες με … Dictionary of Greek
κρόσσαι — κρόσσαι, αἱ (Α) 1. οι επάλξεις τών τειχών και τών πύργων («κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον, καὶ ἔρειπον ἐπάλξεις», Ομ. Ιλ.) 2. βαθμίδες, σκαλοπάτια («ἐποιήθη δὲ ὧδε αὕτη ἡ πυραμίς, ἀναβαθμῶν τρόπον, τὰς μετεξέτεροι κρόσσας, οἱ δὲ βωμίδας ὀνομάζουσι»,… … Dictionary of Greek